- αἰκάλη
- αἰκάληfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αικάλη — αἰκάλη, η (Μ) κατά τον Ζωναρά «η απάτη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. συγγενές με το ρ. αἰκάλλω «κολακεύω, θωπεύω» και με το επίθ. αἰκάλος «ο κόλακας» κατά τον Ησύχιο] … Dictionary of Greek
αικάλλω — αἰκάλλω (Α) 1. θωπεύω, κολακεύω 2. (για σκύλους) κουνώ την ουρά κολακευτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Το ρ. (που χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) προέρχεται πιθ. από το ουσ. αἰκάλος «κόλακας» (Ησύχιος), χωρίς να αποκλείεται και το… … Dictionary of Greek